- διασχίζομαι
- διασχίζομαι, διασχίστηκα, διασχισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αμαξεύω — ἁμαξεύω (AM) [άμαξα] 1. διασχίζω έναν τόπο με αμάξι 2. είμαι αμαξηλάτης, οδηγώ άμαξα 3. παθ. (για χώρα) διασχίζομαι από αμαξιτούς δρόμους … Dictionary of Greek
περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… … Dictionary of Greek
περισχίζω — Α 1. σχίζω ολόγυρα, ξεσκίζω 2. σπάζω και ανοίγω, διαρρηγνύω 3. τεμαχίζω, κάνω κομμάτια 4. απομακρύνω τον νου, διασπώ την προσοχή 5. απογυμνώνω κάποιον από όλα τα ρούχα 6. αποσπώ τραβώντας ή σχίζοντας 7. μέσ. περισχίζομαι α) (για ποταμό) χωρίζομαι … Dictionary of Greek
συνδιακόπτω — Α παθ. συνδιακόπτομαι διακόπτομαι, διασχίζομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διακόπτω «κόβω σε δύο μέρη, διασπώ, διατρυπώ»] … Dictionary of Greek